- ῥέμβῃ
- ῥέμβηwanderingfem dat sg (attic epic ionic)ῥέμβομαιturn round and roundpres subj mp 2nd sgῥέμβομαιturn round and roundpres ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρέμβη — ῥέμβη, η, ΝΜΑ νεοελλ. ο ρεμβασμός, η ευάρεστη περιπλάνηση τής φαντασίας και τής σκέψης αρχ. μσν. η περιπλάνηση, το να γυρίζει κάποιος εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι] … Dictionary of Greek
ῥέμβην — ῥέμβη wandering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέμβος — ὁ, Α η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι] … Dictionary of Greek
ρέμψις — εως, ἡ, Α [ῥέμβομαι]·1. ρέμβη 2. λησμοσύνη, αφηρημάδα … Dictionary of Greek
ՅԱԾՈՒՆ — ( ) NBH 2 0314 Chronological Sequence: 6c ա. ῤέμβη, ῤέμβος, ῤεμβασμός, περιφέρεια circumagitatio, circumlatio, evagatio, aberratio ἁποπλάνησις circumerratio. Իբր Յածող, եւ Շարժուն. կամ յածօղ զաչս. *(Նաւավարք) իբրեւ զկենդանի յածունս ʼի տապանի՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ρεμβασμός — ρεμβασμός, ο και ρέμβη, η ονειροπόληση: Συχνά παραδινόταν σε ρεμβασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεμβώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που κλίνει στη ρέμβη, ο ονειροπόλος: Οι ρομαντικοί ποιητές είναι πάντα ρεμβώδεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)